- ὁλικός
- ὁλικόςuniversalmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολικός — ή, ό (ΑΜ ὁλικός, ή, όν) [όλος] καθολικός, γενικός, ολόκληρος, συνολικός («ολική έκλειψη τής σελήνης»). επίρρ... ολικώς και ά (ΑΜ ὁλικώς) καθ ολοκληρίαν, συνολικά … Dictionary of Greek
ολικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όλο, ο γενικός, καθολικός, πλήρης: Ολική έκλειψη Σελήνης. 2. συνολικός: Ολικές δαπάνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τετραπυρ(ρ)ολικός — ή, ό, Ν 1. χημ. (για οργανικές ενώσεις) αυτός τού οποίου το μόριο περιέχει τέσσερεις πυρρολικούς δακτυλίους 2. φρ. «τετραπυρρολικά παράγωγα» (βιοχ.) τα διάφορα προϊόντα συμπύκνωσης τεσσάρων πυρρολικών δακτυλίων, όπως είναι οι πορφυρίνες, οι… … Dictionary of Greek
ὁλικά — ὁλικός universal neut nom/voc/acc pl ὁλικά̱ , ὁλικός universal fem nom/voc/acc dual ὁλικά̱ , ὁλικός universal fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλικώτερον — ὁλικός universal adverbial comp ὁλικός universal masc acc comp sg ὁλικός universal neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλικωτάτων — ὁλικός universal fem gen superl pl ὁλικός universal masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλικωτέραις — ὁλικός universal fem dat comp pl ὁλικωτέρᾱͅς , ὁλικός universal fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλικωτέρων — ὁλικός universal fem gen comp pl ὁλικός universal masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλικῶν — ὁλικός universal fem gen pl ὁλικός universal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλικόν — ὁλικός universal masc acc sg ὁλικός universal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)